- εσπρεσίβο
- τομουσ. όρος που δηλώνει ότι μέρος τής σύνθεσης πρέπει να εκτελεστεί με ιδιαίτερη έκφραση και ενθουσιασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. ιταλ. espressivo «εκφραστικός»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.